πειθαρχώ

πειθαρχώ
πειθαρχώ, πειθάρχησα, πειθαρχημένος βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πειθαρχώ — πειθαρχῶ, έω, ΝΑ [πείθαρχος] υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.) (για πλοία) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • πειθαρχώ — πειθάρχησα, πειθαρχημένος, υπακούω στους ανωτέρους, είμαι πειθαρχικός: Ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος από το νόμο να πειθαρχεί στις διαταγές των ανωτέρων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειθαρχῶ — πειθαρχέω obey one in authority pres subj act 1st sg (attic epic doric) πειθαρχέω obey one in authority pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθάρχῳ — πείθαρχος obedient masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθάρχηση — η / πειθάρχησις, ήσεως, ΝΜΑ [πειθαρχώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πειθαρχώ, πειθαρχία …   Dictionary of Greek

  • απειθαρχώ — ( έω) είμαι απείθαρχος, απειθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πειθαρχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ευτακτώ — (ΑΜ εὐτακτῶ, έω) [εύτακτος] είμαι εύτακτος, συμπεριφέρομαι με τάξη και πειθαρχία μσν. αρχ. τηρώ στη ζωή την πρέπουσα τάξη, είμαι εγκρατής αρχ. (για στρατιώτες) πειθαρχώ, υπακούω 2. πληρώνω τακτικά τις οφειλές μου 3. επαναφέρω κάποιον στην τάξη 4 …   Dictionary of Greek

  • κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για …   Dictionary of Greek

  • κλοτσεύω — (Μ) [κλότσος] 1. κλοτσώ 2. μτφ. δεν υπακούω, δεν πειθαρχώ …   Dictionary of Greek

  • πείθαρχος — ον, Α (ποιητ. τ.) πειθαρχικός, ευπειθής, («πειθάρχῳ φρενί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + αρχος (< ἀρχή), πρβλ. δήμ αρχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”